- κοιμητήρι
- και κοιμητήριο(ν), το (AM κοιμητήριον, Μ και κοιμηντήριον και κοιμητήρι και κοιμητήριν) [κοιμώμαι]το νεκροταφείο|| μσν. τάφος, μνήμααρχ.τόπος για ύπνο, υπνωτήριο, κοιτώνας, υπνοδωμάτιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιμηντήριον — κοιμηντήριον, τὸ (Μ) βλ. κοιμητήρι … Dictionary of Greek
Αγίας Τριάδας, μονή — Ονομασία 21 μοναστηριών. 1. Ανδρικό μοναστήρι στα Μετέωρα. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον νομό Λασιθίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Πέτρας. Ιδρύθηκε στα τέλη του 15ου αι. Ιδρυτής του ήταν ο Μάρκος Παπαδόπουλος, Κρητικός τιμαριούχος που ίδρυσε και το… … Dictionary of Greek
Γκρέι, Τόμας — (Thomas Gray, 1716 – 1771). Άγγλος ποιητής. Φοίτησε στα πανεπιστήμια Ίτον και Κέιμπριτζ και συνδέθηκε φιλικά με τον Ρίτσαρντ Γουέστ και τον Ορέσιο Γουόλπολ, με τον οποίο επισκέφθηκε τη Γαλλία και την Ιταλία. Πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή στο… … Dictionary of Greek
Καικιλία — (Caecilia, 2oς αι. μ.Χ.). Αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γεννήθηκε στη Ρώμη από οικογένεια πατρικίων. Ασπάστηκε τον χριστιανισμό κρυφά από τους γονείς της. Αναγκάστηκε να παντρευτεί τον εθνικό Βαλεριανό, τον οποίο κατόρθωσε τελικά να… … Dictionary of Greek
κοιμητήριο — κοιμητήριο, το και κοιμητήρι, το νεκροταφείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκροταφείο — το τόπος όπου θάβονται οι νεκροί, αλλ. κοιμητήρι, νεκρούπολη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)